- ανίδρωτα
- εηίρρ. легко, без труди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανίδρωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ιδρώνει εύκολα, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος ανίδρωτος. 2. αυτός που αποχτιέται άκοπα: Μερικοί στο χωριό πίστευαν πως ο γιατρός κέρδιζε ανίδρωτα χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)