ανίδρωτα

ανίδρωτα
εηίρρ. легко, без труди

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανίδρωτα" в других словарях:

  • ανίδρωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ιδρώνει εύκολα, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος ανίδρωτος. 2. αυτός που αποχτιέται άκοπα: Μερικοί στο χωριό πίστευαν πως ο γιατρός κέρδιζε ανίδρωτα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»